καταθλίβεται

καταθλίβεται
καταθλί̱βεται , καταθλίβω
press down
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταθλίβω — κατέθλιψα, καταθλίβηκα, καταθλιμμένος 1. θλίβω ισχυρά, καταπιέζω, καταπλακώνω: Έπεσε πάνω του το δέντρο και τον κατέθλιψε. 2. καταστενοχωρώ: Καταθλίβεται με την κατάντια των παιδιών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”